-
1 κατα-κρυφή
κατα-κρυφή, ἡ, das Verbergen, übertr., οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν Soph. O. C. 218, was Suid. erkl. ἀποφυγὴν τοῦ μὴ εἰπεῖν, Ausflucht.
-
2 κατακρυφή
κατα-κρυφή, ἡ, das Verbergen; ἀποφυγὴν τοῦ μὴ εἰπεῖν, Ausflucht
1 κατα-κρυφή
κατα-κρυφή, ἡ, das Verbergen, übertr., οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν Soph. O. C. 218, was Suid. erkl. ἀποφυγὴν τοῦ μὴ εἰπεῖν, Ausflucht.
2 κατακρυφή